συκοφαντήσει

συκοφαντήσει
σῡκοφαντήσει , συκοφαντέω
to be a
aor subj act 3rd sg (epic)
σῡκοφαντήσει , συκοφαντέω
to be a
fut ind mid 2nd sg
σῡκοφαντήσει , συκοφαντέω
to be a
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαταλάλητος — η, ο [καταλαλώ] αυτός που δεν τόν έχουν κακολογήσει, δεν τόν έχουν συκοφαντήσει …   Dictionary of Greek

  • Αχικάρ ή Αχίκαρος ή Ακίρ — Βιβλικό πρόσωπο. Ασσύριος σοφός, γραμματέας του βασιλιά των Ασσυρίων Σενναχερίβ. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς έζησε και όλα τα σχετικά με τη ζωή του τα μαθαίνουμε από μύθους διαφόρων λαών. Ίχνη του Α. βρίσκονται στα έργα του φιλόσοφου Δημόκριτου …   Dictionary of Greek

  • Γενοβέφα της Βραβάντης — (Geneviève de Brabant). Μυθολογική ηρωίδα λαϊκού θρύλου του Μεσαίωνα, ο οποίος διαδόθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πρώτη αφήγησή του υπάρχει στο έργο του Ι. Βαράτσε Χρυσός θρύλος (13ος αι.), τον οποίο αργότερα διαμόρφωσε ο καλόγερος Μαθίας… …   Dictionary of Greek

  • Στράτων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος φιλόσοφος από τη Λάμψακο, γιος του Αρκεσίλαου, που άκμασε κατά τον 3o αι. π.Χ. Ο Σ. επιδόθηκε, παράλληλα με τη φιλοσοφία, και με τη μελέτη της φυσικής. Ο Σ. ήταν μαθητής του φιλόσοφου Θεόφραστου, τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Φρονίμη — Κόρη του βασιλιά Ετέαρχου στον Αξό της Κρήτης. Ο Ετέαρχος έβαλε τον φίλο του έμπορο Θεμίσωνα, από τη Θήρα, να του ορκιστεί πως θα εκτελούσε οποιαδήποτε επιθυμία του. Έπειτα του ζήτησε να πάρει την κόρη του, που την είχε συκοφαντήσει στον πατέρα… …   Dictionary of Greek

  • διαβλητικός — ή, ό αυτός που μπορεί να διαβάλει, να συκοφαντήσει: Δε θέλω διαβλητικούς χαρακτήρες στην παρέα μας! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”